- χεράριος
- ὁ, Ααξιωματούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί (αντί ενός τ. *χειράριος) από το θ. χερ- τής λ. χείρ (βλ. λ. χειρ) με την κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius) η οποία απαντά και σε άλλες λ. που δηλώνουν αξίωμα, επάγγελμα (πρβλ. πλακουντ-άριος) και αντιστοιχεί με το λατ. amanuensis «υπογραφέας» (< ab + manus «χέρι»)].
Dictionary of Greek. 2013.